- πενταπέταλος
- -η, -οβοτ. (για άνθη) αυτός που έχει στεφάνη που αποτελείται από πέντε πέταλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + -πέταλος (< πέταλο). Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Μ. Θ. Χαιρέτη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek